- μονόκρουνος
- -η, -ο (Α μονόκρουνος, -ον)νεοελλ.(για βρύση) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνόαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόκρουνονδοχείο που έχει ένα μόνο στόμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κρούνη (πρβλ. πολύ-κρουνος)].
Dictionary of Greek. 2013.